μ'

μ'
(I)
(AM μ')
τύπος που προέρχεται από έκθλιψη αντί τού με.
————————
(II)
μ' (Α)
(σπάν. επικ. και λυρ. τ.) αντί τού μοι («ὅς μ' ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούση», Ομ. Ιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”